- καμαροειδής
- -ές (AM καμαροειδής, -ές)αυτός που έχει σχήμα καμάρας, τοξοειδής, αψιδωτός, θολωτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμαροειδής — like a vault masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμαροειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει σχήμα καμάρας, θολωτός: Το σχήμα του γεφυριού είναι καμαροειδές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμαροειδῆ — καμαροειδής like a vault neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καμαροειδής like a vault masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καμαροειδής like a vault masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμαροειδεῖς — καμαροειδής like a vault masc/fem acc pl καμαροειδής like a vault masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμαροειδές — καμαροειδής like a vault masc/fem voc sg καμαροειδής like a vault neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμαροειδοῦς — καμαροειδής like a vault masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμαροειδῶς — καμαροειδής like a vault adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
αέτωσις — ἀέτωσις ( εως), η (Α) [ἀετός] 1. κατασκευή αετώματος 2. (για πολιορκητικές μηχανές, όπως η χελώνη) τοξοειδής, καμαροειδής οροφή … Dictionary of Greek
καμάρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός … Dictionary of Greek